- ντοπάρω
- ντοπάρω, ντόπαρα και ντοπάρισα βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ντοπάρω — 1. χορηγώ ή κάνω χρήση διεγερτικών ουσιών πριν από τη συμμετοχή σε αθλητικούς αγώνες προκειμένου να πετύχω καλύτερη επίδοση 2. μτφ. α) διεγείρω, εξάπτω («με τις συμβουλές του μέ ντοπάρησε εν όψει τών εξετάσεων») β) φανατίζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
ντοπάρω — ντοπάρισα, ντοπαρίστηκα, ντοπαρισμένος, δίνω φάρμακα διεγερτικά σε άτομο που συμμετέχει σε αγώνες, εξετάσεις κτλ. Ουσ. ντοπάρισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντοπάρισμα — το [ντοπάρω] 1. (για αθλητές) η λήψη ή χορήγηση διεγερτικών ουσιών πριν από τη συμμετοχή σε αγώνες για βελτίωση τής απόδοσης 2. μτφ. α) διέγερση, έξαψη β) φανατισμός … Dictionary of Greek